- φιλοποιία
- φῐλοποι-ία, ἡ,A making friends, εἶναι τὸν ἔρωτα ἐπιβολὴν φιλοποιΐας Stoic. (Zeno (?)) 3.180 (v.l. φιλευποιΐα), cf. 181, Phld.Herc.1251.22, Andronic.Rhod.p.572 M., S.E.M.7.239.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοποιΐα — ἡ, Α [φιλοποιός] φιλοποίησις* … Dictionary of Greek
φιλοποιίας — φιλοποιίᾱς , φιλοποιία making friends fem acc pl φιλοποιίᾱς , φιλοποιία making friends fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοποιίαν — φιλοποιίᾱν , φιλοποιία making friends fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλευποιΐα — ἡ, Α δ. τ. τού φιλοποιΐα … Dictionary of Greek
φιλοποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει φίλους 2. φίλεργος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοποιόν η φιλοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek